- φιλάκρητος
- φιλάκρατοςfond of sheer winemasc/fem nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλάκρατος — και ιων. τ. φιλάκρητος, ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει ο άκρατος οίνος, το ανόθευτο κρασί 2. (γενικά) οινοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄκρατος (ενν. οἶνος) «ανέρωτο κρασί»] … Dictionary of Greek